ὑόν — υἱός huihus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σανς — (Sens). Πόλη της Γαλλίας στο νομό Υόν στη συμβολή των ποταμών Υόν και Βαν (25.000 κάτ.). Η περιοχή παράγει πολλά δημητριακά και κρασιά. Η πόλη είναι και βιομηχανικό κέντρο κατασκευής ηλεκτρικών συσκευών, χρηματοκιβωτίων, αγροτικών μηχανημάτων,… … Dictionary of Greek
αερομέλι — το (Α ἀερόμελι, ιτος) μελιτώδες, κολλώδες και γλυκό έκκριμα τού εντόμου Coccus manniparus που παρασιτεί στα φυτά (φυτόψειρα). Άλλοτε τό χρησιμοποιούσαν συνήθως ως καθαρτικό. Σύμφωνα με το Ιστορ. Λεξ. Ακαδ. Αθ. πρόκειται για το «ἐκ τοῡ ἀέρος μέλι» … Dictionary of Greek
προσαποκτείνω — Α φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»] … Dictionary of Greek
ροδανός — I (Rhτne γαλλικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στον Κόλπο του Λέοντα (Μεσόγειος θάλασσα). Με τον ρου του (812 χλμ.) διασχίζει τη νότια Ελβετία και τη νοτιοανατολική Γαλλία και έχει λεκάνη απορροής 99.000 χλμ., από τα οποία 90.000… … Dictionary of Greek
στυπ(π)είο — και στυπ(π)ίο, το / στυπ(π)εῑον και στυπ(π)ίον, ΝΑ, και στιππύον και στίππυον και στιπύον και στίππον και στίππιον και στιππῑον και σίππιον και ως αρσ. στίπ(π)ος και στύπος, ὁ, Α το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… … Dictionary of Greek
Μελανήσιοι — Οι κάτοικοι της Μελανησίας. Συγγενεύουν φυλετικά με τους Αυστραλούς Αβορίγινες και θεωρείται ότι οι πρώτοι κάτοικοί της προήλθαν από τη νοτιοανατολική Ασία γύρω στο 30000 π.Χ. Ορισμένες ομάδες Μ. συγγενεύουν περισσότερο με τους Παπούα, ενώ άλλοι… … Dictionary of Greek
Σηκουάνας — (Seine). Ποταμός της βορειοκεντρικής Γαλλίας, που εκβάλλει στο Στενό της Μάγχης (Κόλπος του Σηκουάνα) με ένα μακρύ, πλωτό ποταμόκολπο που ευνόησε την ίδρυση σημαντικών θαλάσσιων και ποτάμιων λιμανιών, όπως της Χάβρης, της Ρουέν και του Παρισιού.… … Dictionary of Greek